Η χολίνη αποτελεί ένα απαραίτητο θρεπτικό συστατικό για τη διατήρηση της υγείας του ανθρώπινου οργανισμού. Πρόκειται για ένα συστατικό που συχνά συσχετίζεται με τις βιταμίνες του συμπλέγματος Β καθώς παρουσιάζει παρόμοιες λειτουργικές ιδιότητες με αυτές. Ωστόσο, δεν κατατάσσεται επίσημα στην κατηγορία των βιταμινών καθώς δεν πληροί όλα τα κριτήρια για να θεωρηθεί βιταμίνη. Η σύνθεση της γίνεται στο ήπαρ και ο ρόλος της αφορά πολλαπλές μεταβολικές διεργασίες, ενώ η επαρκής πρόσληψή της είναι απαραίτητη για τη λειτουργία του εγκεφάλου, του ήπατος και των κυτταρικών μεμβρανών. Πέρα από την ενδογενή σύνθεση της, η χολίνη βρίσκεται σε τρόφιμα ζωική προέλευσης (όπως αυγά, συκώτι, ψάρια & γαλακτοκομικά).

Ποια είναι η δράση της χολίνης;

Δομή των κυττάρων

Η χολίνη είναι απαραίτητη για τη δομή των κυττάρων. Πιο συγκεκριμένα, συμμετέχει στην σύνθεση σημαντικών φωσφολιπιδίων. Μέσω της συμβολής της στη σταθερότητα, ρευστότητα και λειτουργικότητα των μεμβρανών, η χολίνη επηρεάζει άμεσα τη λειτουργία και την επιβίωση των κυττάρων.

Σύνθεση ακετυλοχολίνης 

Η ακετυλοχολίνη αποτελεί έναν απαραίτητο νευροδιαβιβαστή που συμβάλλει στη γνωστική λειτουργία και τη λειτουργία των μυών. Συστατικό αυτού του νευροδιαβιβαστή είναι η χολίνη και για αυτό το λόγο χωρίς επαρκή χολίνη δεν μπορεί να παραχθεί αρκετή ακετυλοχολίνη με άμεσες συνέπειες τόσο στη γνωστική απόδοση όσο και στη σωματική λειτουργικότητα.

Ηπατική λειτουργία 

Η χολίνη παίζει καθοριστικό ρόλο στη φυσιολογική λειτουργία του ήπατος, κυρίως μέσω της συμμετοχής της στον μεταβολισμό των λιπών και της χοληστερόλης. Συγκεκριμένα, η χολίνη είναι απαραίτητη για τη σύνθεση διαφόρων συστατικών των λιποπρωτεϊνών πολύ χαμηλής πυκνότητας (VLDL). Οι VLDL μεταφέρουν τα τριγλυκερίδια από το ήπαρ προς την περιφέρεια. Χωρίς επαρκή ποσότητα χολίνης, η σύνθεση και έκκριση των VLDL παρεμποδίζεται με αποτέλεσμα την συσσώρευση λίπους στο ήπαρ. Αυτή η δράση της χολίνης εξηγεί γιατί η ανεπάρκειά της μπορεί να οδηγήσει σε λιπώδες ήπαρ, ηπατική φλεγμονή και σε σοβαρές περιπτώσεις ηπατοκυτταρική βλάβη ή ίνωση.

Ποιες είναι οι διαιτητικές πηγές της χολίνης;

Αν και ο ανθρώπινος οργανισμός έχει τη δυνατότητα να συνθέτει ενδογενώς μικρές ποσότητες χολίνης, η πρόσληψή της μέσω της διατροφής είναι απαραίτητη για την κάλυψη των ημερήσιων αναγκών. Η χολίνη απαντάται σε μία ποικιλία τροφίμων, με τις πλουσιότερες πηγές να προέρχονται από ζωικά προϊόντα, όπως αυγό, συκώτι, πουλερικά, ψάρια, γάλα και γαλακτοκομικά προϊόντα. Ωστόσο, υπάρχουν και φυτικές πηγές χολίνης, οι οποίες περιλαμβάνουν όσπρια, σόγια, ξηρούς καρπούς και δημητριακά ολικής άλεσης.

Οι συστάσεις αναφέρουν μια ημερήσια πρόσληψη χολίνης 400 mg/ημέρα σύμφωνα με την EFSA.

Υπάρχουν συμπτώματα ανεπάρκειας;

  • Λιπώδες ήπαρ: Είναι η πιο συχνή και καλά τεκμηριωμένη επίπτωση της ανεπάρκειας λόγω της διαταραχής στη μεταφορά των λιπών εκτός ήπατος, .
  • Μυαλγίες: Μελέτες έχουν δείξει ότι άτομα με ανεπάρκεια χολίνης παρουσιάζουν αυξημένα επίπεδα της κρεατινικής κινάσης (CK), ενός ενζύμου που υποδηλώνει μυϊκή βλάβη.
  • Μειωμένη συγκέντρωση και διαταραχές μνήμης: Η χολίνη είναι πρόδρομος της ακετυλοχολίνης, σημαντικού νευροδιαβιβαστή. Η έλλειψη της μπορεί να προκαλέσει δυσκολία συγκέντρωσης και προβλήματα μνήμης.
  • Αυξημένα επίπεδα ομοκυστεΐνης: Η χολίνη βοηθά στον μεταβολισμό της ομοκυστεΐνης. Πολύ χαμηλή πρόσληψη (<50 mg/ημέρα), ειδικά όταν συνοδεύεται από ανεπάρκεια φολικού οξέος ή βιταμινών Β6 και Β12, μπορεί να οδηγήσει σε υπερομοκυστεϊναιμία.

Συμπερασματικά

Όπως ήδη αναφέρθηκε η χολίνη αποτελεί ένα απαραίτητο θρεπτικό συστατικό με καθοριστικό ρόλο στην υγεία του ήπατος, του εγκεφάλου, των μυών και της καρδιάς. Το ανθρώπινο σώμα παράγει μικρές ποσότητες χολίνης από το ήπαρ, ωστόσο η διαιτητική της πρόσληψη μέσω των τροφών κρίνεται απαραίτητη για την κάλυψη των αναγκών του οργανισμού. Συναντάται κυρίως σε προϊόντα ζωικής προέλευσης, για αυτό και σε μια χορτοφαγική διατροφή πιθανόν θα πρέπει να χορηγηθεί κάποιο συμπλήρωμα προκειμένου να αποφευχθεί η ανεπάρκεια της.