Το σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου (irritable bowel syndrome, IBS) αποτελεί μια πάθηση του γαστρεντερικού συστήματος που σήμερα πλήττει ένα μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού. Πρόκειται για μία χρόνια λειτουργική διαταραχή του πεπτικού συστήματος με αρκετά ενοχλητικά συμπτώματα, όπως φούσκωμα, διάρροια, αέρια και κράμπες. Η διατροφή αποτελεί βασικό κομμάτι αντιμετώπισης του συνδρόμου καθώς είναι αρκετά τα τρόφιμα που σχεδόν αμέσως πυροδοτούν την έξαρση των παραπάνω συμπτωμάτων. Ωστόσο, τα αίτια του συνδρόμου ευερέθιστου εντέρου δεν είναι πλήρως κατανοητά ακόμα, αφού φαίνεται ότι τόσο το ανοσοποιητικό και νευρικό σύστημα όσο και η μικροχλωρίδα του εντέρου αλλά και η ψυχολογική κατάσταση του ατόμου συμβάλλουν στην εμφάνιση του.
Τι ακριβώς είναι το Σύνδρομο Ευερέθιστου Εντέρου;
Όπως ήδη αναφέρθηκε το Σύνδρομο Ευερέθιστου εντέρου αποτελεί μια νοσογόνα κατάσταση του πεπτικού συστήματος, γνωστή και με τον όρο «σπαστική κολίτιδα». Χαρακτηρίζεται από συχνά εμφανιζόμενο κοιλιακό πόνο τουλάχιστον 1 φορά ανά εβδομάδα με χρονική διάρκεια τουλάχιστον 3 μήνες. Τα συχνότερα συμπτώματα του συνδρόμου ευερέθιστου εντέρου είναι φούσκωμα και υπερβολικά αέρια στο έντερο (μετεωρισμός), ιδιαίτερα μετά το φαγητό, κοιλιακό άλγος που υποχωρεί μετά την κένωση, διάρροια, δυσκοιλιότητα και εναλλαγή δυσκοιλιότητας και διάρροιας. Για να θεωρηθεί ότι ένα άτομο πάσχει από το σύνδρομο του ευερέθιστου εντέρου θα πρέπει να πληρεί τουλάχιστον δυο από τα παρακάτω κριτήρια που σχετίζονται με τη συμπτωματολογία του.
- Υποχώρηση ενοχλήσεων με την κένωση
- Αλλαγή στη συχνότητα των κενώσεων
- Αλλαγή στη εμφάνιση των κενώσεων
Και αναλόγως τα συμπτώματα του συνδρόμου το διακρίνουμε σε τρεις επιμέρους κατηγορίες.
Ο επιπολασμός του συνδρόμου παγκοσμίως εκτιμάται στο 11,2%. Δηλαδή περίπου 1 στους 10 πάσχουν από ευερέθιστο έντερο. Δεν πρόκειται για μία σοβαρή και απειλητική για τη ζωή πάθηση, ωστόσο είναι χρόνια και υποτροπιάζουσα.
Ευερέθιστο έντερο και γυναικείες ορμόνες
Αρκετές έρευνες υποδεικνύουν ότι το φύλο αποτελεί έναν ακόμη παράγοντα εμφάνισης ή όχι της νόσου. Φαίνεται πως οι γυναίκες έχουν διπλάσιες πιθανότητες να εμφανίσουν αυτό το σύνδρομο σε σχέση με τους άνδρες, χωρίς όμως να είναι πλήρως γνωστό γιατί συμβαίνει αυτό. Οι βασικές ορμόνες του κύκλου της περιόδου είναι τα οιστρογόνα και η προγεστερόνη. Οι ορμόνες αυτές συνεργάζονται ώστε ο οργανισμός να περάσει από τα διάφορα στάδια του έμμηνου κύκλου. Ωστόσο πέρα από τον ορμονικό έλεγχο του έμμηνου κύκλου, τα οιστρογόνα και η προγεστερόνη έχουν την ικανότητα να επηρεάζουν τη λειτουργικότητα του εντέρου. Οι διακυμάνσεις των επιπέδων των ορμονών κατά τη διάρκεια του έμμηνου κύκλου μπορούν να επηρεάσουν την κινητικότητα του εντέρου, την εκκριτική του ικανότητα, τη σπλαχνική ευαισθησία καθώς τη διαπερατότητα του.
Ποια τρόφιμα θεωρούνται υπεύθυνα για την εμφάνιση των συμπτωμάτων;
Οι αδιάλυτες (άπεπτες) φυτικές ίνες
Οι φυτικές ίνες αποτελούν ένα βασικό κομμάτι της υγιεινής διατροφής. Τα δημητριακά ολικής άλεσης, τα λαχανικά και τα φρούτα περιέχουν μεγάλα ποσοστά φυτικών ινών. Ωστόσο, η ανοχή στις φυτικές ίνες είναι διαφορετική από άτομο σε άτομο. Οι άπεπτες φυτικές ίνες είναι οι υδατάνθρακες φυτικής προέλευσης που δεν μπορεί να διασπαστούν από τον οργανισμό και έτσι δεν αφομοιώνονται. Σε άτομα με ευερέθιστο έντερο συστήνεται η κατανάλωση διαλυτών φυτικών ινών, όπως τα δημητριακά βρώμης, ο αρακάς, και τα ριζώδη λαχανικά. Οι αδιάλυτες φυτικές ίνες μεν ενδέχεται να ανακουφίσουν από τη δυσκοιλιότητα αλλά μπορεί να προκαλέσουν και φούσκωμα.
Η γλουτένη
Η γλουτένη είναι ένας τύπος πρωτεΐνης στην οποία κάποιοι άνθρωποι παρουσιάζουν μια μορφή δυσανεξίας. Ο μεγαλύτερος βαθμός δυσανεξίας στην γλουτένη είναι η πάθηση που ονομάζεται κοιλιοκάκη. Το σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου και η έντονη διάρροια αποτελούν τα βασικά συμπτώματα της. Πρόσφατες μελέτες έδειξαν πως η ευαισθησία στη γλουτένη σχετίζεται αρκετά με το ευερέθιστο έντερο και ενδέχεται να πυροδοτεί κρίσεις και συμπτώματα όπως η έντονη διάρροια. Ωστόσο αυτό δεν αλλάζει το γεγονός ότι κάθε άνθρωπος με ευερέθιστο έντερο είναι διαφορετικός.
Φασόλια και όσπρια
Τα φασόλια αποτελούν εξαιρετική πηγή πρωτεΐνης και φυτικών ινών. Ωστόσο μπορεί να πυροδοτήσουν τα συμπτώματα του ευερέθιστου εντέρου. Οι φυτικές ίνες που περιέχουν αυξάνουν τον όγκο των κοπράνων και βοηθούν στην κινητικότητα του εντέρου και στη δυσκοιλιότητα. Προκαλούν όμως σχεδόν πάντοτε αέρια, φούσκωμα και πολλές φορές κράμπες.
Το μπρόκολο και το κουνουπίδι
Το μπρόκολο και το κουνουπίδι αν και θεωρούνται αρκετά θρεπτικά και ωφέλιμα για την υγεία, είναι ιδιαίτερα δύσπεπτα λαχανικά. Για το λόγο αυτό πολλοί είναι εκείνοι που τα έχουν συνδέσει με το παραπάνω σύνδρομο. Αρκετοί υποστηρίζουν πως εάν τα τρίψουμε στον τρίφτη διευκολύνουμε τη χώνεψή τους. Ωστόσο, ο βρασμός τους είναι πάντοτε απαραίτητος ώστε να είναι ιδιαίτερα μαλακά. Και οι δύο αυτοί τρόποι ωστόσο δε μηδενίζουν την πιθανότητα να προκαλέσουν αέρια και πόνο στο έντερο ή ακόμη και διάρροια σε όσους έχουν σπαστική κολίτιδα.
Ποια είναι η κατάλληλη διατροφή για το σύνδρομο του ευερέθιστου εντέρου;
Η πιο διαδεδομένη μέθοδος διατροφικής προσέγγισης για άτομα που έχουν ευερέθιστο έντερο είναι η δίαιτα FODMAP. Πρόκειται για μια διατροφή που εστιάζει στη μείωση ή στην πλήρη αποφυγή ζυμώσιμων υδατανθράκων απλής μορφής (ολιγοσακχαρίτες, δισακχαρίτες, μονοσακχαρίτες) καθώς αυτοί δεν απορροφώνται ικανοποιητικά από το λεπτό έντερο. Συγκεκριμένα φαίνεται ότι αυξάνουν την ποσότητα υγρών μέσα στο έντερο προκαλώντας αέρια με πόνο και διάρροια. Τα τρόφιμα που μπορεί κάποιος να καταναλώσει άφοβα όταν ακολουθεί μια δίαιτα FODMAP είναι:
- Γάλα χωρίς λακτόζη ή υποκατάστατα γάλακτος όπως γάλα αμυγδάλου, ρυζιού σόγια
- Τυριά όπως η φέτα
- Φρούτα όπως το ακτινίδιο, το πεπόνι και οι φράουλες
- Λαχανικά όπως το μαρούλι, το αγγούρι, η μελιτζάνα και οι πατάτες
- Άπαχες πρωτεΐνες όπως το στήθος κοτόπουλου, φιλέτο μοσχάρι και ψάρι
Συμπερασματικά
Το σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου είναι μία παθολογική κατάσταση που επηρεάζει το πεπτικό μας σύστημα. Αν και η αιτιολογία του δεν είναι πλήρως κατανοητή ακόμη φαίνεται ότι υπάρχουν αρκετές διατροφικές τροποποιήσεις που μπορούν να επηρεάσουν την εμφάνιση των συμπτωμάτων του. Σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει να απευθυνθείτε σε ένα κλινικό διαιτολόγο, ο οποίος είναι πλέον αρμόδιος ώστε να σχεδιάσει ένα απόλυτα εξατομικευμένο πρόγραμμα διατροφής για τις ανάγκες του καθενός.