Το ουρικό οξύ είναι μία ουσία που παράγεται από τον οργανισμό και αποτελεί προϊόν του καταβολισμού, δηλαδή της καταστροφής, των πουρινών. Οι πουρίνες (γουανίνη και αδενίνη) είναι οργανικές ενώσεις που αποτελούν δομικό συστατικό των νουκλεοτιδίων, τα οποία με τη σειρά τους δομούν τα νουκλεϊκά οξέα (DNA και RNA). Το ουρικό οξύ συντίθεται κυρίως στο ήπαρ από τις πουρίνες που έχουν προκύψει είτε από τη φυσιολογική καταστροφή των κυττάρων του σώματος είτε από την κατανάλωση τροφίμων και ροφημάτων υψηλής περιεκτικότητας σε αυτές. Το 70% του ουρικού οξέος αποβάλλεται από το ουροποιητικό σύστημα μέσω των ούρων και το υπόλοιπο 30% από το γαστρεντερικό σύστημα. Περίπου το 90% του ουρικού οξέος που αποβάλλεται στα νεφρικά σωληνάρια επαναρροφάται και επιστρέφει στην κυκλοφορία του αίματος. Η αυξημένη συγκέντρωση ουρικού οξέος στο αίμα οδηγεί σε μία κατάσταση που ονομάζεται υπερουριχαιμία.
Ποια είναι τα αίτια εμφάνισης υψηλού ουρικού οξέος;
Για να μπορέσει να ελέγξει κάποιος τα επίπεδα του ουρικού οξέος θα πρέπει να κάνει βιοχημικές εξετάσεις. Οι φυσιολογικές τιμές για το ουρικό οξύ κυμαίνονται μεταξύ 3,5 και 7,2 mg/dL. Η υπερουριχαιμία, δηλαδή τα αυξημένα επίπεδα ουρικού οξέος, είναι μία συνήθης κλινική εικόνα. Τα αυξημένα επίπεδα οφείλονται στο 90% των περιπτώσεων σε ανεπαρκής νεφρική απέκκριση, ενώ στο 10% των περιπτώσεων σε αυξημένη παραγωγή ουρικού οξέος από τον ίδιο τον οργανισμό. Οι βασικότεροι παράγοντες που αυξάνουν τις πιθανότητες εμφάνισης υψηλού ουρικού οξέος είναι η αυξημένη κατανάλωση αλκοόλ και κυρίως μπύρας, η παχυσαρκία, η υιοθέτηση μιας κετογονικής δίαιτας , η υψηλή πρόσληψη πουρινών και φρουκτόζης και ο υποθυρεοειδισμός.
Ποια είναι τα βασικά συμπτώματα της νόσου;
Τα ανεβασμένα επίπεδα ουρικού οξέος μπορεί να έχουν αρνητικές συνέπειες για την υγεία. Υπάρχουν τα άτομα που εμφανίζουν ήπια ή έντονα συμπτώματα αλλά και άτομα που είναι ασυμπτωματικά. Η ουρική αρθρίτιδα είναι το βασικό σύμπτωμα που παρατηρείται λόγω της δημιουργίας κρυστάλλων ουρικού οξέος. Αυτοί οι κρύσταλλοι μεταφέρονται στις αρθρώσεις και για αυτό προκαλούν την αρθρίτιδα. Οι κρύσταλλοι ουρικού οξέος μπορούν επίσης να φτάσουν στους νεφρούς και να σχηματίσουν πέτρες στα νεφρά, οδηγώντας σε νεφρολιθίαση. Εάν δε θεραπευτούν τα αυξημένα επίπεδα ουρικού οξέος, μπορούν τελικά να οδηγήσουν σε μόνιμη βλάβη των ιστών, δηλαδή σε νεφρική νόσο και καρδιακές παθήσεις.
Μελέτες έχουν δείξει πως τα άτομα με διαβήτη, αρτηριακή πίεση, μεταβολικό σύνδρομο ή λιπώδες ήπαρ έχουν περισσότερες πιθανότητες να εμφανίσουν αυξημένα επίπεδα ουρικού οξέος.
Τι επιτρέπεται να φάω αν έχω ανεβασμένο ουρικό οξύ;
Όπως αναφέρθηκε τα άτομα με υπερουριχαιμία συχνά εμφανίζουν κάποια από τα χαρακτηριστικά του μεταβολικού συνδρόμου (κεντρική παχυσαρκία μαζί με άλλους δύο τουλάχιστον παράγοντες κινδύνου) καθώς και αυξημένο καρδιαγγειακό κίνδυνο. Συνεπώς, οι διατροφικές κατευθυντήριες οδηγίες για την αντιμετώπιση της υπερουριχαιμίας έχουν ως στόχο:
- Τη μείωση των επιπέδων ουρικού οξέος, μέσω ειδικής διατροφής που βασίζεται στον περιορισμό της κατανάλωσης τροφίμων και ροφημάτων υψηλής περιεκτικότητας σε πουρίνες. Η διατροφή θα πρέπει να είναι εξατομικευμένη και να σχεδιάζεται από κλινικό διαιτολόγο. Ανάλογα με τα επίπεδα του ουρικού οξέος ο/η θεράπων ιατρός θα συστήσει και την κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή.
- Την προαγωγή μιας ισορροπημένης και υγιεινής διατροφής για την πρόληψη και την αντιμετώπιση συν-νοσηροτήτων, όπως καρδιαγγειακά νοσήματα, παχυσαρκία, διαβήτης, υπέρταση κ.α.
Τρόφιμα υψηλής περιεκτικότητας σε πουρίνες (150-1,000 mg/100 γρ.) | Τρόφιμα μέτριας περιεκτικότητας σε πουρίνες (50-150 mg/ 100 γρ.) | Τρόφιμα χαμηλής περιεκτικότητας σε πουρίνες (0-50 mg/100 γρ.) |
|
|
|
Βασικές διατροφικές οδηγίες:
Διατήρηση υγιούς σωματικού βάρους
Η μείωση του σωματικού βάρους σε παχύσαρκα ή υπέρβαρα άτομα φαίνεται να οδηγεί σε μείωση των επιπέδων ουρικού οξέος. Συγκεκριμένα, μελέτη έδειξε ότι οι υποθερμιδικές δίαιτες μπορούν να μειώσουν τα επίπεδα ουρικού οξέος κατά μέσο όρο κατά 0,8 mg/dL σε διάστημα έξι μηνών.
Καλή ενυδάτωση
Δεδομένου ότι βασικό σύμπτωμα της υπερουριχαιμίας είναι ο σχηματισμός λίθων στους νεφρούς, τα άτομα με αυξημένα επίπεδα ουρικού οξέος πλάσματος θα πρέπει να καταναλώνουν επαρκείς ποσότητες νερού την ημέρα για να αποφύγουν την αφυδάτωση. Συστήνεται η κατανάλωση τουλάχιστον 2L νερού/ημέρα.
Περιορισμός τροφίμων υψηλών σε πουρίνες & φρουκτόζη
Οι διατροφικές συστάσεις αναφέρουν ότι τα άτομα με αυξημένα επίπεδα ουρικού οξέος θα πρέπει γενικά να αποφεύγουν τρόφιμα πλούσια σε πουρίνες. Τα περισσότερα τρόφιμα ζωικής προέλευσης λόγω του ιδιαιτέρου υψηλού περιεχομένου τους σε πουρίνες, θα πρέπει να αποφεύγονται σε άτομα με αυξημένα επίπεδα ουρικού οξέος. Ωστόσο, τα τρόφιμα ζωικής προέλευσης που έχουν μέτρια περιεκτικότητα σε πουρίνες θα πρέπει να καταναλώνονται με μέτρο. Από την άλλη πλευρά, η ζάχαρη όπως και το σιρόπι καλαμποκιού υψηλής περιεκτικότητας σε φρουκτόζη βρίσκονται στα τυποποιημένα τρόφιμα, όπως γλυκά, σιροπιαστά γλυκά, μπισκότα, σάλτσες, δημητριακά πρωινού, μαρμελάδες, κρουασάν, επιδόρπια γιαουρτιού, παγωτά, συντηρημένα κρέατα, κονσερβοποιημένα φρούτα και λαχανικά, έτοιμες σούπες, αναψυκτικά κ.α. Ωστόσο, παρότι φαίνεται ότι η κατανάλωση φρουκτόζης από οποιαδήποτε πηγή μπορεί να αυξήσει τα επίπεδα ουρικού οξέος στο αίμα, το μήλο ως φρούτο περιέχει και άλλα ευεργετικά θρεπτικά συστατικά, όπως είναι το μηλικό οξύ. Το μηλικό οξύ βοηθάει στην διάσπαση των κρυστάλλων του ουρικού οξέος, βοηθώντας την απομάκρυνση του από το σώμα.
Μείωση αλκοόλ
Τα άτομα με υπερουριχαιμία θα πρέπει να αποφεύγουν την αυξημένη πρόσληψη αλκοόλ. Συστήνεται για τους άντρες μέχρι 2 μερίδες ποτού/ημέρα και για τις γυναίκες μέχρι 1 μερίδα ποτού/ημέρα. Όλα τα αλκοολούχα ποτά, ανεξαιρέτως, επηρεάζουν τα επίπεδα του ουρικού οξέος στο αίμα. Ωστόσο, η κατανάλωση μπύρας φαίνεται να έχει μία μεγαλύτερη επίδραση στα επίπεδα ουρικού οξέος.
Μία μερίδα ποτού (standard drink-equivalents) αντιστοιχεί σε:
- 45 ml ποτού υψηλής περιεκτικότητας σε αλκοόλ, όπως βότκα, ουίσκι, τζιν (40 % αλκοόλ)
- 120 ml κρασί (12% αλκοόλ),
- 1 κουτάκι μπύρας (330ml, 5% αλκοόλ)
Αύξηση της πρόσληψης βιταμίνης C
Τα μέχρι τώρα δεδομένα στην βιβλιογραφία δεν υποστηρίζουν την συμπληρωματική χορήγηση βιταμίνης C για τη μείωση των επιπέδων ουρικού οξέος. Ωστόσο, έχει προταθεί ότι η βιταμίνη C μπορεί να επηρεάσει τα επίπεδα ουρικού οξέος στο πλάσμα είτε παρεμποδίζοντας τη νεφρική επαναρρόφηση από τα νεφρικά επιθηλιακά κύτταρα είτε αυξάνοντας το ρυθμό της σπειραματικής διήθησης, αυξάνοντας την νεφρική απέκκριση του ουρικού οξέος. Παρ ‘όλα αυτά, δεν υπάρχουν επαρκή δεδομένα για τη διεξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων.
Συμπερασματικά
Υπάρχουν αρκετοί παράγοντες κινδύνου που φαίνεται να σχετίζονται με την εμφάνιση υπερουριχαιμίας, δηλαδή των αυξημένων επιπέδων ουρικού οξέος στο αίμα. Οι παράγοντες αυτοί είναι τόσο τροποποιήσιμοι (διατροφή, αλκοόλ κα) όσο και μη τροποποιήσιμοι (ηλικία, φύλο, γενετικοί παράγοντες). Για τη διαχείριση των ατόμων με υπερουριχαιμία η διατροφή παίζει καθοριστικό ρόλο, καθώς οι κατευθυντήριες συστάσεις από διάφορους οργανισμούς αναφέρουν την υιοθέτηση μίας διατροφής χαμηλής περιεκτικότητας σε πουρίνες, ώστε να αποτρέψουμε την περαιτέρω αύξηση των επιπέδων ουρικού οξέος στο αίμα. Βέβαια, γενικός στόχος της διατροφής σε άτομα με υπερουριχαιμία θα πρέπει να είναι η υιοθέτηση ενός υγιεινού και ισορροπημένου πλάνου διατροφής.