Μια από τις συχνότερες δυσανεξίες που εμφανίζονται στον πληθυσμό είναι η δυσανεξία στη λακτόζη. Πρόκειται για μια μορφή αδυναμίας του οργανισμού να διασπάσει ή να μεταβολίσει τη λακτόζη των τροφίμων. Η λακτόζη αποτελεί έναν από τους πιο γνωστούς δυσακχαρίστες και συναντάται στο γάλα και τα γαλακτοκομικά προϊόντα. Η ανικανότητα αυτή του οργανισμού πηγάζει από την έλλειψη ή τη μειωμένη παραγωγή λακτάσης, ενός ενζύμου που παράγεται φυσιολογικά στο λεπτό έντερο και διασπά τη λακτόζη σε γαλακτόζη και γλυκόζη. Η δυσανεξία στη λακτόζη μπορεί να είναι κληρονομούμενη αλλά μπορεί να εμφανιστεί και με το πέρας της ηλικίας καθώς μειώνεται σταδιακά η δράση της λακτάσης στον οργανισμό.
Ποιοι είναι οι βασικοί τύποι δυσανεξίας στη λακτόζη;
Η ανεπάρκεια της λακτάσης είτε είναι κληρονομούμενη είτε επίκτητη χωρίζεται σε δύο βασικούς τύπους: την πρωτοπαθή και την δευτεροπαθή δυσανεξία. Η πρώτη περίπτωση αποτελεί τον πιο κοινό τύπο δυσανεξίας στη λακτόζη κα τα τον οποίο η ένταση των συμπτωμάτων της δυσανεξίας εξαρτάται από την προσλαμβανόμενη ποσότητας λακτόζης αλλά και από την ικανότητα του παχέος εντέρου να απορροφήσει τα λιπαρά οξέα που παράγονται από την μη διάσπαση της λακτόζης στο λεπτό έντερο. Από την άλλη πλευρά, η δευτεροπαθής δυσανεξία είναι αποτέλεσμα κυρίως λοιμώξεων του εντέρου ή παθολογικών καταστάσεων λόγω καταστροφής των κυττάρων του βλεννογόνου. Παρατηρείται κυρίως στα παιδιά, ενώ στους ενήλικες μπορεί να εμφανιστεί μαζί με τη νόσο του Crohn ή την λοίμωξη του HIV.
Πως μπορώ να διαχειριστώ τη δυσανεξία στη λακτόζη στα παιδιά;
Η δυσανεξία στη λακτόζη κατά τη βρεφική ή παιδική ηλικία αποτελεί μια συχνή διαταραχή του γαστρεντερικού αποτελώντας ωστόσο μια παροδική κατάσταση. Επειδή ακριβώς αυτή η μορφή δυσανεξίας ε αυτές τις ηλικίες είναι παροδική μπορεί να επανέλθει σταδιακά η κατανάλωση γάλακτος και γαλακτοκομικών προϊόντων στη διατροφή των παιδιών. Στην περίπτωση των βρεφών θα πρέπει να προτιμώνται φόρμουλες γάλακτος χωρίς λακτόζη. Επιπλέον, κατά το θηλασμό συστήνεται η χορήγηση ειδικών σταγόνων λακτάσης με σκοπό τη βοήθεια του οργανισμού στο μεταβολισμό της λακτόζης που περιέχεται στο μητρικό γάλα. Ο αποκλεισμός της κατανάλωσης γάλακτος και γαλακτοκομικών προϊόντων δεν αποτελεί ιδανική λύση, καθώς αρκετές φορές μικρές ποσότητες λακτόζης μπορούν να είναι ανεκτές από τον οργανισμό. Η τακτική παρακολούθηση από κλινικό διαιτολόγο κρίνεται απαραίτητη, ώστε να εξασφαλίζεται η σωστή σίτιση του παιδιού με όλα τα απαραίτητα θρεπτικά συστατικά.
Ποια είναι τα συμπτώματα της δυσανεξίας στη λακτόζη;
Η συμπτωματολογία της δυσανεξίας στη λακτόζη διαφέρει μεταξύ των ατόμων. Η εμφάνιση της γίνεται σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα από τη στιγμή της κατανάλωσης προϊόντων με λακτόζη. Βασικό σύμπτωμα είναι διάφορα δυσάρεστα γαστρεντερικά προβλήματα, τα οποία αφορούν κυρίως την παράγωγη αερίων από τα βακτήρια του παχέος εντέρου. Επιπλέον συμπτώματα είναι η ναυτία, η δυσπεψία, το φούσκωμα στο στομάχι και η διάρροια. Σε κάθε περίπτωση απαιτείται εξατομίκευση στη ποσότητα της προσλαμβανόμενης λακτόζης. Τις περισσότερες φορές σχετικά μικρές ποσότητες λακτόζης (κάτω των 12γρ.) θεωρούνται ανεκτές για τα περισσότερα άτομο με δυσανεξία.
Πως αντιμετωπίζω αυτή τη διατροφική δυσανεξία;
Ο περιορισμός ή ακόμα και ο αποκλεισμός των τροφίμων και των ροφημάτων που περιέχουν λακτόζη αποτελεί το βασικότερο τρόπο αντιμετώπισης της δυσανεξίας. Επιπλέον, πέρα από την αποφυγή των βασικών πηγών λακτόζης σημαντική κρίνεται και ο αποκλεισμός των κρυφών πηγών της, όπως είναι ορισμένα τυποποιημένα τρόφιμα, τα προϊόντα πατάτας, ορισμένα γλυκά και οι σοκολάτες. Στα άτομα που παρουσιάζουν μια ανεκτικότητα σε μικρές ποσότητες λακτόζης συστήνεται μια δίαιτα χαμηλή σε λακτόζη, δηλαδή όσο αντιστοιχεί σε ένα ποτήρι γάλα ημερησίως (περίπου 12 γραμμάρια). Σε κάθε άλλη περίπτωση δυσανεξίας συστήνεται ο πλήρης αποκλεισμός των γαλακτοκομικών και η αντικατάσταση τους από προϊόντα ελεύθερα λακτόζης. Ακόμη, τα σκληρά τυριά αποτελούν φτωχότερες πηγές λακτόζης συγκριτικά με τα μαλακά και ταυτόχρονα είναι πλουσιότερα σε ασβέστιο, για αυτό και πιθανόν να μπορούν να καταναλωθούν πιο εύκολα. Επιπλέον, τα άτομα με δυσανεξία στη λακτόζη συστήνεται να καταναλώνουν ζυμούμενα προϊόντα τα οποία περιέχουν ελάχιστες έως μηδενικές ποσότητες του συστατικού αυτού, με αποτελέσμα να μετριάζουν τα συμπτώματα. Τέλος, λόγω του περιορισμού των γαλακτοκομικών προϊόντων τα άτομα με δυσανεξία στη λακτόζη θα πρέπει να ενισχύσουν την πρόσληψη άλλων τροφών πλούσιων σε ασβέστιο, όπως ψάρια και αυγά αλλά και βιταμίνη D που συμβάλλει στη διαχείριση του ασβεστίου στον οργανισμό.
Συμπερασματικά
Η δυσανεξία στη λακτόζη αποτελεί μια από τις συχνότερες διατροφικές δυσανεξίες του οργανισμού, ωστόσο μπορεί να καταστεί πλήρως αντιμετωπίσιμη. Σε κάθε περίπτωση, ένας εξειδικευμένος κλινικός διατροφολόγος είναι απαραίτητος, ώστε να σας βοηθήσει να ακολουθήσετε μια ισορροπημένη διατροφή φτωχή σε λακτόζη και με κύριο σκοπό την καλύτερη διαχείριση των συμπτωμάτων και την επαρκή κάλυψη των αναγκών σας στα απαραίτητα μικροθρεπτικά συστατικά.