Ο αιματοκρίτης αποτελεί ένα βιοχημικό δείκτη που αντικατοπτρίζει τη πυκνότητα του αίματος μέσα από την εκτίμηση του όγκου που καταλαμβάνουν τα ερυθρά αιμοσφαίρια ως προς το συνολικό αίμα. Με λίγα λόγια, είναι η επι τις εκατό αναλογία των ερυθρών αιμοσφαιρίων στη μονάδα όγκου αίματος. Ο αιματοκρίτης δεν χρησιμοποιείται για την εκτίμηση της διατροφικής κατάστασης ενός ατόμου αλλά για την παρουσία αναιμίας στον οργανισμό. Οι φυσιολογικές τιμές του εξαρτώνται από διάφορους παράγοντες, όπως είναι το φύλο, η ηλικία, η εγκυμοσύνη, ενώ μια χαμηλή τιμή του δεν υποδηλώνει άμεσα και παθολογική κατάσταση καθώς τόσο η κύηση όσο και η υπερβολική κατανάλωση υγρών μπορούν να οδηγήσουν σε μειωμένες ενδείξεις αιματοκρίτη.
Οι φυσιολογικές τιμές του αιματοκρίτη για έναν μέσο ενήλικα άντρα είναι 40%-52% και για μια ενήλικη γυναίκα 36%-48%.
Που μπορεί να οφείλονται τα χαμηλά επίπεδα αιματοκρίτη;
Με μικρές εξαιρέσεις, χαμηλές τιμές αιματοκρίτη υποδηλώνουν την παρουσία κάποιας μορφής αναιμίας. Ως αναιμία χαρακτηρίζεται μία παθολογική κατάσταση κατά την οποία παρατηρείται μείωση των ερυθρών αιμοσφαιρίων που κυκλοφορούν στο αίμα. Τα διάφορα είδη αναιμίας κατηγοριοποιούνται ανάλογα με την αιτιολογία τους. Πιο συγκεκριμένα, υπάρχουν:
- Η Σιδηροπενική αναιμία: Αναιμία που οφείλεται σε έλλειψη σιδήρου, συστατικό απαραίτητο της αιμοσφαιρίνης των ερυθρών κυττάρων.
- Μεγαλοβλαστική αναιμία: Αναιμία που οφείλεται σε έλλειψη της βιταμίνης Β12 ή και του φυλλικού οξέος, τα οποία σχετίζονται με τον πολλαπλασιασμό των ερυθροκυττάρων.
- Αναιμία λόγω χρόνιας νεφρικής ανεπάρκειας: Αναιμία που σχετίζεται με τη μειωμένη παραγωγή ερυθροποιητίνης από τα νεφρά. Η ερυθροποιητίνη είναι απαραίτητη για την έναρξη παραγωγής των ερυθροκυττάρων.
Ωστόσο, αναιμία μπορεί να παρουσιάσει εξίσου ένας οργανισμός λόγω παρατεταμένης απώλειας αίματος ή λόγω μη ικανότητας των ερυθρών αιμοσφαιρίων να διασπώνται σε σύντομο χρονικό διάστημα. Αυτή η κατάσταση παρατηρείται κυρίως σε άτομα που πάσχουν από δρεπανοκυτταρική αναιμία, θαλασσαιμία ή αιμολυτική αναιμία. Υπάρχουν δύο τύποι αναιμίας που οφείλονται σε διατροφικές ελλείψεις. Ο πρώτος τύπος αφορά τη σιδηροπενική αναιμία που ήδη αναφέρθηκε και ο δεύτερος τη μεγαλοβλαστική αναιμία. Μια κατάλληλα σχεδιασμένη διατροφή μπορεί να αποτελέσει το πρωταρχικό τρόπο πρόληψης και αντιμετώπισης μιας τέτοιου είδους περίπτωσης. Διαφορετικά, η χορήγηση συμπληρωμάτων διατροφής μπορεί να εξίσου να βοηθήσει τον οργανισμός να ανταπεξέλθει στις ανάγκες αιμοποίησης.
Πως μπορώ διατροφικά να αντιμετωπίσω τη σιδηροπενική αναιμία;
Όπως ήδη αναφέρθηκε η σιδηροπενική αναιμία είναι κατά βάση αποτέλεσμα μειωμένης διαιτητικής πρόσληψης σιδήρου. Συνεπώς, μια καλά σχεδιασμένη διατροφική παρέμβαση θα μπορούσε να αποτελέσει το κλειδί στην αντιμετώπιση της. Σκοπός του ατόμου είναι να αυξήσει την κατανάλωση τροφίμων πλούσιων σε σίδηρο και να υιοθετήσει πρακτικές που θα ευνοήσουν την απορρόφηση του σιδήρου των τροφίμων. Ο σίδηρος αποτελεί ένα μικροθρεπτικό συστατικό που βρίσκεται τόσο σε ζωικά όσο και σε φυτικά τρόφιμα. Πλούσιες πηγές σιδήρου αποτελούν το κόκκινο κρέας (συκώτι, μοσχάρι), τα ψάρια και τα θαλασσινά, τα όσπρια (φακές), τα πράσινα φυλλώδη λαχανικά (σπανάκι), οι ξηροί καρποί και η μαύρη σοκολάτα.
Ωστόσο, ο σίδηρος που περιέχεται στις τροφές ζωικής προέλευσης, ονομάζεται αιμικός σίδηρος και απορροφάται σε ποσοστό 20–50% σε αντίθεση με το σίδηρος που περιέχεται στις τροφές φυτικής προέλευσης ( μη αιμικός), ο οποίος επειδή είναι δεσμευμένος με άλλες ουσίες παρεμποδίζεται σημαντικά η βιοδιαθεσιμότητά του και απορροφάται σε ποσοστό μόλις 1–5%. Για το λόγο αυτό ο σίδηρος φυτικής προέλευσης θα πρέπει να συνδυάζεται με:
- Με τρόφιμα πλούσια σε βιταμίνης C (πορτοκάλι, λεμόνι, ακτινίδιο, πιπεριές, ντομάτες, μπρόκολο κ.α.).
- Με κρέας/πουλερικά/ψάρι.
Η κατανάλωση σιδήρου φυτικής προέλευσης με οποιοδήποτε τρόφιμο περιέχει υψηλή ποσότητα ασβεστίου θα πρέπει να αποφεύγεται. Τα γαλακτοκομικά κυρίως προϊόντα αλλά και οι ξηροί καρποί και σπόροι λειτουργούν ως ανασταλτικοί παράγοντες για την απορρόφηση του σιδήρου.
Πως μπορώ διατροφικά να αντιμετωπίσω τη μεγαλοβλαστική αναιμία;
Αντίστοιχα η μεγαλοβλαστική αναιμία οφείλεται κατά βάση στην μειωμένη έως ελλιπή διαιτητική πρόσληψη της βιταμίνης Β12 (κοβαλαμίνη) ή/και της βιταμίνης Β9(φυλλικό οξύ). Ρόλος των παραπάνω βιταμινών είναι κυρίως η παραγωγή των ερυθροκυττάρων. Συνεπώς, και σε αυτή τη περίπτωση η διατροφή διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στην αντιμετώπιση της. Η βιταμίνη Β12 βρίσκεται κατά βάση σε τρόφιμα ζωικής προέλευσης καθώς και σε εμπλουτισμένα δημητριακά. Πλούσιες πηγές Β12 είναι το κόκκινο κρέας, το ψάρι, τα πουλερικά, τα γαλακτοκομικά προϊόντα, το αυγό και τα δημητριακά. Σε περίπτωση που η μεγαλοβλαστική αναιμία οφείλεται σε έλλειψη βιταμίνης Β9 τότε θα πρέπει να εντάξετε στη διατροφή σας τροφές, όπως τα πράσινα φυλλώδη λαχανικά, τα όσπρια και τα φρούτα.
Συμπερασματικά
Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, η αναιμία αποτελεί το συχνότερο πρόβλημα υγείας παγκοσμίως. Στην περίπτωση που η αναιμία οφείλεται σε διατροφικές ελλείψεις καθίσταται σχετικά εύκολο μέσω μικρών διατροφικών αλλαγών να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα. Ωστόσο, τα παραπάνω τρόφιμα που αναφέρθηκαν θα πρέπει και αυτά να καταναλώνονται πάντα με μέτρο. Η υπερβολική κατανάλωση τους μπορεί να έχει εξίσου επιβαρυντικές συνέπειες για την υγεία. Ιδιαίτερη προσοχή χρειάζεται το κόκκινο κρέας λόγω της λιπαρότητας του και της υψηλής συσχέτισης του με τον κινδύνου εμφάνισης καρδιαγγειακής νόσου.