Τα σιτηρά διακατέχουν, αναμφίβολα, ένα μεγάλο μέρος στην καθημερινή διατροφή μας. Πρόκειται για μια κατηγορία φυτικών τροφίμων στην οποία ανήκουν το σιτάρι, η σίκαλη, το κριθάρι, η βρώμη και το ρύζι.  Τόσο τα λευκά σιτηρά όσο και τα ολικής άλεσης προέρχονται από το ίδιο δημητριακό, αλλά η διαφορά τους είναι στον διαφορετικό τρόπο επεξεργασίας τους. Πιο συγκεκριμένα, τα λευκά προϊόντα παράγονται από συστατικά στα οποία έχει αφαιρεθεί ο φλοιός των καρπών τους. Ο φλοιός είναι το εξωτερικό περίβλημα όλων των σπόρων και είναι σημαντικός γιατί περιέχει τα περισσότερα θρεπτικά συστατικά όπως ιχνοστοιχεία, βιταμίνες και φυτικές ίνες που έχουν σημαντικές θετικές επιδράσεις στον ανθρώπινο οργανισμό. Ωστόσο, αρκετοί είναι εκείνοι που θεωρούν πως τα προϊόντα ολικής έχουν χαμηλότερες θερμίδες σε αντίθεση με τα αντίστοιχα λευκά. Κατά πόσο ισχύει όμως αυτός ο ισχυρισμός;

Από τη σκοπιά του διαιτολόγου

Εάν το δούμε από θερμιδικής πλευράς τα λευκά με τα ολικής προϊόντα έχουν ακριβώς τις ίδιες θερμίδες. Το πλεονέκτημα των προϊόντων ολικής άλεσης είναι η καλύτερη διατροφική σύσταση που διαθέτουν. Αποτελούν τροφές με υψηλή συγκέντρωση σε φυτικές ίνες, οι οποίες είναι ευρέως γνωστό ότι βοηθούν στη καλή λειτουργία του εντέρου και μπορούν να καταπολεμήσουν σε μεγάλο βαθμό την δυσκοιλιότητα, αρκεί να συνδυάζονται σωστά με επαρκή ποσότητα νερού. Επιπλέον, τα προϊόντα ολικής συνίσταται ως ιδανικές επιλογές για τα άτομα που πάσχουν από διαβήτη, αφού διαθέτουν χαμηλότερο γλυκαιμικό δείκτη. Το γεγονός αυτό σημαίνει ότι τα λευκά προϊόντα αφομοιώνονται πιο εύκολα από το ανθρώπινο σώμα, με αποτέλεσμα να αυξάνεται απότομα το σάκχαρο του αίματος, ενώ με τα ολικής άλεσης γίνεται πιο αργή απορρόφηση των θρεπτικών συστατικών. Τέλος, τα περισσότερα προϊόντα ολικής άλεσης έχουν ελάχιστα λιπαρά που σε συνδυασμό με την αυξημένη συγκέντρωση φυτικών ινών επιφέρουν μεγαλύτερο κορεσμό τόσο μεταξύ των γευμάτων όσο και κατά τη διάρκεια της ημέρας.

Υπάρχουν ομάδες πληθυσμού που δεν επιτρέπεται να καταναλώνουν προϊόντα ολικής άλεσης;

Όπως είπαμε προηγουμένως, τα προϊόντα ολικής άλεσης είναι πλούσια σε φυτικές ίνες, οι οποίες όμως έχουν το μειονέκτημα ότι σε μεγάλες ποσότητες δεσμεύουν τα ανόργανα στοιχεία και τα εμποδίζουν να απορροφηθούν από τον οργανισμό. Επομένως, αν κάποιος εμφανίζει έλλειψη κάποιου ανόργανου στοιχείου (π.χ. σιδηροπενική αναιμία ή οστεοπόρωση) θα πρέπει να περιορίσει τις φυτικές ίνες, ώστε να μπορεί να απορροφήσει όσο το δυνατόν περισσότερο σίδηρο από τις τροφές του. Επιπλέον, άτομα τα οποία πάσχουν από ασθένειες, όπως νόσος του Crohn, σπαστική κολίτιδα ή εγκολποματίτιδα, θα πρέπει να αποφεύγουν σε μεγάλο βαθμό τα προϊόντα ολικής άλεσης καθώς χρειάζονται μια διατροφή με χαμηλό φορτίο φυτικών ινών. Αυτές είναι οι μοναδικές περιπτώσεις που συστήνεται η κατανάλωση λευκών σιτηρών και όχι ολικής άλεσης.

Συμπερασματικά

Σαν τελικό συμπέρασμα, οι διαφορές ανάμεσα στα τρόφιμα ολικής άλεσης και τα λευκά είναι μικρές αλλά σημαντικές για την υγεία. Μια σωστή και ισορροπημένη διατροφή δεν αποκλείει κανένα τρόφιμο από τη διατροφή μας, ωστόσο τα σιτηρά ολικής άλεσης φαίνεται πως επωφελούν σε μεγαλύτερο βαθμό τον ανθρώπινο οργανισμό.  Η αντίληψη ότι τα προϊόντα ολικής άλεσης «αδυνατίζουν» δεν τεκμηριώνεται επιστημονικά, ισχύει όμως το ότι μπορούμε να τα εισάγουμε σταδιακά και με μέτρο στην διατροφή μας ώστε να επωφεληθούμε από τις θετικές επιδράσεις τους που προαναφέραμε.